- στερέωμα
- τό1) небесный свод, небесная твердь; 2) см. στερέωση
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στερέωμα — solid body neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερέωμα — το, ΝΜΑ [στερεῶ, ώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στερεώνω, στερέωση 2. βάση, θεμέλιο πάνω στο οποίο στερεώνεται κάτι 3. το άπειρο διάστημα στο οποίο βρίσκονται τα ουράνια σώματα, ο ουράνιος θόλος (α. «το άπειρο στερέωμα» β. «γενηθήτω τὸ… … Dictionary of Greek
στερέωμα — το 1. σταθεροποίηση, στερέωση: Δεν έγινε καλά τοστερέωμα αυτής της κολόνας. 2. μέσο για στερέωση: Έβαλαν στερεώματα στον ετοιμόρροπο τοίχο. 3. ουρανός: Λάμπουν τα αστέρια στο στερέωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στερεωμάτων — στερέωμα solid body neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερεώμασιν — στερέωμα solid body neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερεώματα — στερέωμα solid body neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερεώματι — στερέωμα solid body neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερεώματος — στερέωμα solid body neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek
твердь — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (греч. στερέωμα) видимое небо; (ὀχύρωμα) твердыня. … … Словарь церковнославянского языка
ήλιος — (Ηelianthus annus). Μονοετές φυτό της οικογένειας των δικοτυλήδονων συνθέτων. Η επιστημονική του ονομασία είναι ηλίανθος ο ετήσιος. Κατάγεται από την Κεντρική Αμερική, αλλά διαδόθηκε και καλλιεργείται σε διάφορες χώρες κυρίως για τον εδώδιμο… … Dictionary of Greek